ανάσυρση
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
- διάσωση
- τράβηγμα από, πάρσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάσυρση | οι | ανασύρσεις |
| γενική | της | ανάσυρσης* | των | ανασύρσεων |
| αιτιατική | την | ανάσυρση | τις | ανασύρσεις |
| κλητική | ανάσυρση | ανασύρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανασύρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάσυρση < (μαρτυρείται από το 1853)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.