νομέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νομέας | οι | νομείς |
| γενική | του | νομέα | των | νομέων |
| αιτιατική | τον | νομέα | τους | νομείς |
| κλητική | νομέα | νομείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομέας < αρχαία ελληνική νομεύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /noˈme.as/
Ουσιαστικό
νομέας αρσενικό
- (νομικός όρος) το πρόσωπο που έχει φυσική εξουσία σε κάτι με τη θέληση να την έχει ως κύριος
- (γενικότερα) αυτός που κατέχει κι εκμεταλλεύεται κάτι
- (επάγγελμα) ο ποιμένας
- (ναυπηγικός όρος): καθένα από τα μεταλλικά ή ξύλινα δοκάρια που συνδέονται πλευρικά με την καρίνα και σχηματίζουν το σκελετό του σκάφους
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.