νομέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομέας οι νομείς
      γενική του νομέα των νομέων
    αιτιατική τον νομέα τους νομείς
     κλητική νομέα νομείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομέας < αρχαία ελληνική νομεύς

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈme.as/

Ουσιαστικό

νομέας αρσενικό

  1. (νομικός όρος) το πρόσωπο που έχει φυσική εξουσία σε κάτι με τη θέληση να την έχει ως κύριος
  2. (γενικότερα) αυτός που κατέχει κι εκμεταλλεύεται κάτι
  3. (επάγγελμα) ο ποιμένας
  4. (ναυπηγικός όρος): καθένα από τα μεταλλικά ή ξύλινα δοκάρια που συνδέονται πλευρικά με την καρίνα και σχηματίζουν το σκελετό του σκάφους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.