μυοσωτίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυοσωτίδα οι μυοσωτίδες
      γενική της μυοσωτίδας των μυοσωτίδων
    αιτιατική τη μυοσωτίδα τις μυοσωτίδες
     κλητική μυοσωτίδα μυοσωτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λουλούδια της μυοσωτίδας (του μη με λησμόνει).

Ετυμολογία

μυοσωτίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυοσωτίς από την αιτιατική τὴν μυοσωτίδα < αρχαία ελληνική μῦς (ποντίκι) + οὖς (αφτί)

Ουσιαστικό

μυοσωτίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «μυοσωτίδα» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • «μυοσωτίς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)=

Ουσιαστικό

μυοσωτίδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.