μυοσωτίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυοσωτίδα | οι | μυοσωτίδες |
| γενική | της | μυοσωτίδας | των | μυοσωτίδων |
| αιτιατική | τη | μυοσωτίδα | τις | μυοσωτίδες |
| κλητική | μυοσωτίδα | μυοσωτίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λουλούδια της μυοσωτίδας (του μη με λησμόνει).
Ετυμολογία
- μυοσωτίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυοσωτίς από την αιτιατική τὴν μυοσωτίδα < αρχαία ελληνική μῦς (ποντίκι) + οὖς (αφτί)
Ουσιαστικό
μυοσωτίδα θηλυκό
- (βοτανική, φυτό, λουλούδι) το ποώδες φυτό μη με λησμόνει που ανήκει στο γένος Myosotis, με μικρά μπλε, ροζ ή άσπρα άνθη
- ※ Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των / τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου. / Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών! / Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.
- Από ποίημα του Τριστάν Κορμπιέρ, μεταφρασμένο από τον Κώστα Καρυωτάκη στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες
- ※ Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των / τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου. / Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών! / Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.
Μεταφράσεις
μυοσωτίδα
|
Πηγές
- «μυοσωτίδα» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- «μυοσωτίς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)=
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.