μυοσωτίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυοσωτίς αἱ μυοσωτίδες
      γενική τῆς μυοσωτίδος τῶν μυοσωτίδων
      δοτική τῇ μυοσωτίδ ταῖς μυοσωτίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μυοσωτίδ τὰς μυοσωτίδᾰς
     κλητική ! μυοσωτίς* μυοσωτίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυοσωτίδε
γεν-δοτ τοῖν  μυοσωτίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυοσωτίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μῦς (ποντίκι) + οὖς (αφτί)

Ουσιαστικό

μυοσωτίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.