ροζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)

Επίθετο

ροζ άκλιτο

  1. που έχει ανοικτό κόκκινο χρώμα
     συνώνυμα: ροζέ
  2. (μεταφορικά) ερωτικός, σεξουαλικός, σεξουλιάρικος
    ροζ σκάνδαλα και ροζ ιστορίες συνταράσσουν την πολιτική ζωή της χώρας

Ουσιαστικό

ροζ ουδέτερο άκλιτο

  • το ροζ χρώμα
    ροζ (χρώμα):   

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.