ροζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ροζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)
Επίθετο
ροζ άκλιτο
Ουσιαστικό
ροζ ουδέτερο άκλιτο
- το ροζ χρώμα
ροζ (χρώμα):
Μεταφράσεις
που είναι ροζ (επίθετο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.