μυξιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυξιάρης η μυξιάρα το μυξιάρικο
      γενική του μυξιάρη της μυξιάρας του μυξιάρικου
    αιτιατική τον μυξιάρη τη μυξιάρα το μυξιάρικο
     κλητική μυξιάρη μυξιάρα μυξιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυξιάρηδες οι μυξιάρες τα μυξιάρικα
      γενική των μυξιάρηδων των μυξιάρικων
    αιτιατική τους μυξιάρηδες τις μυξιάρες τα μυξιάρικα
     κλητική μυξιάρηδες μυξιάρες μυξιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυξιάρης < μύξα + -ιάρης

Επίθετο

μυξιάρης

  1. (κυριολεκτικά) που του τρέχουν οι μύξες από τη μύτη του
  2. (μεταφορικά) σιχαμερός, σαχλός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) μυξιάρικο: μικρό και καχεκτικό πλάσμα

  • μυξάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.