αδιαφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαφανής η αδιαφανής το αδιαφανές
      γενική του αδιαφανούς* της αδιαφανούς του αδιαφανούς
    αιτιατική τον αδιαφανή την αδιαφανή το αδιαφανές
     κλητική αδιαφανή(ς) αδιαφανής αδιαφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαφανείς οι αδιαφανείς τα αδιαφανή
      γενική των αδιαφανών των αδιαφανών των αδιαφανών
    αιτιατική τους αδιαφανείς τις αδιαφανείς τα αδιαφανή
     κλητική αδιαφανείς αδιαφανείς αδιαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιαφανής < α- στερητικό + διαφανής

Επίθετο

αδιαφανής, -ής, -ές

  1. που δεν επιτρέπει να τον διαπεράσει το φως
    αδιαφανές τζάμι
  2. που δεν είναι ανοιχτός σε όλους και έτσι δημιουργεί υποψίες ότι συγκαλύπτει κάποια παρανομία
    αδιαφανείς διαδικασίες
  3. (πληροφορική) opaque: συσκευή (hardware) ή λογισμικό (software) που δεν δίνει πληροφορίες, ούτε επιτρέπει κάποια πρόσβαση και έλεγχο, στον τρόπο λειτουργίας του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.