μπουρκίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουρκίνι | τα | μπουρκίνια |
| γενική | του | μπουρκινιού | των | μπουρκινιών |
| αιτιατική | το | μπουρκίνι | τα | μπουρκίνια |
| κλητική | μπουρκίνι | μπουρκίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουρκίνι < (άμεσο δάνειο) αγγλική burqini / burkini < burqa / burka (< χίντι बुरक़ा (burqā) < ούρντου برقع (burqa‘) < περσικά برقع < αραβικά بُرْقُع: burquʿ) + bikini (< γαλλικά bikini (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < αγγλικά Bikini (ατόλη του Ειρηνικού) < γερμανικά Bikini < Pikinni: λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ)
Ουσιαστικό
μπουρκίνι ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ενδυμασία) ολόσωμο μαγιό, που καλύπτει την περιοχή από το κεφάλι ως τα πόδια μιας μουσουλμάνας, που θέλει να κρατά τον αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα, όταν εμφανίζεται σε δημόσια παραλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
