burqa

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
burqa burqas

Ουσιαστικό

burqa (fr) θηλυκό

  • γυναικείο ένδυμα, συχνά μπλε, που καλύπτει ολόκληρο το σώμα και το κεφάλι, έχοντας ένα είδος γρίλιας μπροστά στα μάτια που επιτρέπει στη γυναίκα να βλέπει

Συνώνυμα

  • niqab
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.