περούκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περούκα οι περούκες
      γενική της περούκας των περουκών
    αιτιατική την περούκα τις περούκες
     κλητική περούκα περούκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Περούκες διαφόρων χρωμάτων

Ετυμολογία

περούκα < (άμεσο δάνειο) βενετική peruca < ιταλική parrucca < *pilucca < λατινική pilus (κόμη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾu.ka/

Ουσιαστικό

περούκα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.