lock
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | lock |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | locks |
| αόριστος | locked |
| παθητική μετοχή | locked |
| ενεργητική μετοχή | locking |
lock (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μπλοκάρω τροχούς ή φρένα, κάνω κάτι σταθερό σε μια θέση και δεν μπορεί να κινηθεί
- ↪ Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
- Μη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν.
- ↪ The brakes locked.
- Τα φρένα μπλοκάρανε.
- ↪ Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
- κλειδώνω
- (ανεπίσημο) ακινητοποιώ
- (μεταφορικά) ενώνω, δένω, κουμπώνω, γαντζώνω, μαγκώνω
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.