μαγιό
Νέα ελληνικά (el)

ένα ολόσωμο κόκκινο γυναικείο μαγιό

μαγιό ανδρικής ιταλικής ομάδας γουότερ πόλο
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γιό
Συνώνυμα
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
μαγιό
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.