ενδυματολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδυματολογικός η ενδυματολογική το ενδυματολογικό
      γενική του ενδυματολογικού της ενδυματολογικής του ενδυματολογικού
    αιτιατική τον ενδυματολογικό την ενδυματολογική το ενδυματολογικό
     κλητική ενδυματολογικέ ενδυματολογική ενδυματολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδυματολογικοί οι ενδυματολογικές τα ενδυματολογικά
      γενική των ενδυματολογικών των ενδυματολογικών των ενδυματολογικών
    αιτιατική τους ενδυματολογικούς τις ενδυματολογικές τα ενδυματολογικά
     κλητική ενδυματολογικοί ενδυματολογικές ενδυματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδυματολογικός < ένδυμα, ενδυματικός + -ο- + -λογικός

Επίθετο

ενδυματολογικός

  1. ενδυματικός· που αφορά τον ρουχισμό (άμεσα)
  2. που αφορά την ενδυματολογία (έμμεσα τα ρούχα και άμεσα αναλύσεις για τον ρουχισμό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.