ατόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατόλη οι ατόλες
      γενική της ατόλης των ατολών
    αιτιατική την ατόλη τις ατόλες
     κλητική ατόλη ατόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η ατόλη Ατάφου

Ετυμολογία

ατόλη < (άμεσο δάνειο) αγγλική atoll < ντιβέχι athohu

Ουσιαστικό

ατόλη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.