μπικίνι
Νέα ελληνικά (el)

Γυναίκα με μαγιό μπικίνι σε παραλία της Ιταλίας την δεκαετία του 1950.
Ετυμολογία
- μπικίνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bikini (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < αγγλική Bikini (ατόλη του Ειρηνικού) < γερμανική Bikini < Pikinni (λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ) [1]
Ουσιαστικό
μπικίνι ουδέτερο άκλιτο (σπανιότερα παρουσιάζεται ως κλιτό: του μπικινιού, τα μπικίνια, των μπικινιών)
- (ενδυμασία) γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, ένα για να καλύπτει το στήθος και ένα για να καλύπτει μέρος του υπογάστριου και μέρος των γλουτών
- ↪ Φόρεσε το μικροσκοπικό ροζ μπικίνι της και ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά. (Α. Γραμμέλη, «Για ένα μπικίνι αδειανό», εφημερίδα Το Βήμα (Αθήνα), 3 Μαΐου 2015)
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπικίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.