μπορδέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπορδέλο τα μπορδέλα
      γενική του μπορδέλου των μπορδέλων
    αιτιατική το μπορδέλο τα μπορδέλα
     κλητική μπορδέλο μπορδέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπορδέλο < ιταλική bordello

Ουσιαστικό

μπορδέλο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.