μπουρδελότσαρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουρδελότσαρκα | οι | μπουρδελότσαρκες |
| γενική | της | μπουρδελότσαρκας | των | (μπουρδελότσαρκων) |
| αιτιατική | την | μπουρδελότσαρκα | τις | μπουρδελότσαρκες |
| κλητική | μπουρδελότσαρκα | μπουρδελότσαρκες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουρδελότσαρκα < μπουρδέλ(ο) + -ό- + τσάρκα
Μεταφράσεις
μπουρδελότσαρκα
|
|
Πηγές
- μπουρδελότσαρκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.