μποτιλιάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
      γενική του μποτιλιαρίσματος των μποτιλιαρισμάτων
    αιτιατική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
     κλητική μποτιλιάρισμα μποτιλιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μποτιλιάρισμα < μποτιλιάρω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteillage)
μποτιλιάρισμα σε πόλη

Ουσιαστικό

μποτιλιάρισμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) η εμφιάλωση
  2. (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.