μποτιλιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μποτιλιάρισμα | τα | μποτιλιαρίσματα |
| γενική | του | μποτιλιαρίσματος | των | μποτιλιαρισμάτων |
| αιτιατική | το | μποτιλιάρισμα | τα | μποτιλιαρίσματα |
| κλητική | μποτιλιάρισμα | μποτιλιαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μποτιλιάρισμα < μποτιλιάρω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteillage)

μποτιλιάρισμα σε πόλη
Ουσιαστικό
μποτιλιάρισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) η εμφιάλωση
- (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μποτίλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.