εμφιάλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμφιάλωση | οι | εμφιαλώσεις |
| γενική | της | εμφιάλωσης* | των | εμφιαλώσεων |
| αιτιατική | την | εμφιάλωση | τις | εμφιαλώσεις |
| κλητική | εμφιάλωση | εμφιαλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εμφιαλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.fiˈa.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φι‐ά‐λω‐ση
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
