μποτιλιάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μποτιλιάρω < μποτίλια + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteiller)

Ρήμα

μποτιλιάρω

  1. (κυριολεκτικά) εμφιαλώνω
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ μποτιλιάρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.