bottleneck
Αγγλικά (en)
.jpg.webp)
Bottleneck, λαιμός μπουκαλιού.
| ενικός | πληθυντικός |
| bottleneck | bottlenecks |
Ουσιαστικό
bottleneck (en)
- λαιμός μπουκαλιού
- (μεταφορικά) το μποτιλιάρισμα στην κυκλοφορία, σε δρόμο
- ↪ Bottlenecks often happen during the hours of peak traffic.
- Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
- ↪ Bottlenecks often happen during the hours of peak traffic.
- (δίκτυο υπολογιστών) συμφόρηση, σημείο συμφόρησης σε δίκτυο[1]
-
bottleneck στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- από αναζήτηση «bottleneck» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.