μπινές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπινές οι μπινέδες
      γενική του μπινέ των μπινέδων
    αιτιατική τον μπινέ τους μπινέδες
     κλητική μπινέ μπινέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπινές < (άμεσο δάνειο) τουρκική ibne < αραβική ابنة (íbna: κόρη, κοπέλα), θηλυκό του ابن

Ουσιαστικό

μπινές αρσενικό

  1. (χυδαίο) (αργκό) ομοφυλόφιλος άντρας που αναλαμβάνει και παθητικό αλλά και ενεργητικό ρόλο στη σεξουαλική πράξη
  2. (υβριστικό) υβριστική προσφώνηση

Παράγωγα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.