pédale
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία 1
- pédale < (άμεσο δάνειο) ιταλική pedale
Ουσιαστικό
pédale (fr) θηλυκό
- το πετάλι
- (μουσική) το πεντάλ μουσικού οργάνου
- (μουσική) η πεντάλ, τo ισοκράτημα της δυτικής πολυφωνίας
Συγγενικά
- pédal
- Pédalo, pédalo
Ετυμολογία 2
- pédale < (περικοπή) pédéraste (αρσενικό)< αρχαία ελληνική παιδεραστής
Ουσιαστικό
pédale (fr) θηλυκό
- (οικείο, ειρωνικό) ο άντρας ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, η λούγκρα, ο μπινές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.