μπινιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπινιά οι μπινιές
      γενική της μπινιάς των μπινιών
    αιτιατική την μπινιά τις μπινιές
     κλητική μπινιά μπινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

(χυδαίο)
η μπινιά (el) θηλυκό

  • ύπουλη ενέργεια, η ενέργεια του μπινέ, τσατσιά, πουστιά (με την έννοια της μπαγαποντιάς)
  • παθητική συνουσία ομοφυλόφιλου (η αρχική σημασία, πλέον σπανιότερη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.