enfoiré
Γαλλικά
(fr)
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
enfoiré
enfoirés
θηλυκό
enfoirée
enfoirées
Ουσιαστικό
enfoiré
(fr)
(
χυδαίο
)
το
καθίκι
, ο
καριόλης
, ο
γαμιόλης
,ο
πούστης
, το
καθοίκι
≈
συνώνυμα
:
enculé
,
salaude
(
λαϊκότροπο
)
φίλος
,
φιλαράκι
,
κολλητός
≈
συνώνυμα
:
copain
,
pote
(
παρωχημένο
)
δύστροπος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.