μπέρδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπέρδεμα | τα | μπερδέματα |
| γενική | του | μπερδέματος | των | μπερδεμάτων |
| αιτιατική | το | μπέρδεμα | τα | μπερδέματα |
| κλητική | μπέρδεμα | μπερδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπέρδεμα < μεσαιωνική ελληνική μπέρδεμα < μπερδεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.