μπλεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπλεγμένος | η | μπλεγμένη | το | μπλεγμένο |
| γενική | του | μπλεγμένου | της | μπλεγμένης | του | μπλεγμένου |
| αιτιατική | τον | μπλεγμένο | την | μπλεγμένη | το | μπλεγμένο |
| κλητική | μπλεγμένε | μπλεγμένη | μπλεγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπλεγμένοι | οι | μπλεγμένες | τα | μπλεγμένα |
| γενική | των | μπλεγμένων | των | μπλεγμένων | των | μπλεγμένων |
| αιτιατική | τους | μπλεγμένους | τις | μπλεγμένες | τα | μπλεγμένα |
| κλητική | μπλεγμένοι | μπλεγμένες | μπλεγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπλέκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.