μπερδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /beɾˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπερ‐δεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
μπερδεύομαι, π.αόρ.: μπερδεύτηκα, μτχ.π.π.: μπερδεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος μπερδεύω
- συγχέομαι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρηματικός τύπος
μπερδεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μπερδεύω
- (παθητικές σημασίες) → δείτε τη λέξη μπερδεύω: με μπερδεύουν
- πεδικλώνομαι
- πιάνομαι, σκαλώνω κάπου
- μπλέκω ερωτικά
- παρασύρομαι σε δύσκολη κατάσταση, εμπλέκομαι
- κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα
Ρηματικοί τύποι
- τύποι και μορφές → δείτε τη λέξη μπερδεύω
Πηγές
- μπερδεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.