μπερδεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /beɾˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπερδεύομαι

Ρηματικός τύπος

μπερδεύομαι, π.αόρ.: μπερδεύτηκα, μτχ.π.π.: μπερδεμένος

  • συγχέομαι



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρηματικός τύπος

μπερδεύομαι

Ρηματικοί τύποι

  • τύποι και μορφές  δείτε τη λέξη μπερδεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.