pila

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

pila (es)



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

pila (la) ουδέτερο



Κροατικά (hr)

Ετυμολογία

pila < πρωτοσλαβική λέξη pila

Ουσιαστικό

pila (hr) θηλυκό

  1. το πριόνι



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

pila < πρωτοσλαβική λέξη pila

Ουσιαστικό

pila (cs) θηλυκό

  1. το πριόνι



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

pila (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.