μείκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μείκτης οι μείκτες
      γενική του μείκτη των μεικτών
    αιτιατική τον μείκτη τους μείκτες
     κλητική μείκτη μείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μείκτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μείκτης αρσενικό

  1. (τεχνολογία) κονσόλα ήχου
  2. μείκτης νερού, μπαταρία

  • άλλη γραφή, με ιώτα: μίκτ-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.