μπαταριοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαταριοθήκη οι μπαταριοθήκες
      γενική της μπαταριοθήκης των μπαταριοθηκών
    αιτιατική την μπαταριοθήκη τις μπαταριοθήκες
     κλητική μπαταριοθήκη μπαταριοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπαταριοθήκη
Μπαταριοθήκη

Ετυμολογία

μπαταριοθήκη < μπαταρι(α) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

μπαταριοθήκη θηλυκό

  • θήκη στην οποία τοποθετούνται μπαταρίες και συνδέονται μεταξύ τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.