ηλεκτροσυσσωρευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηλεκτροσυσσωρευτής | οι | ηλεκτροσυσσωρευτές |
| γενική | του | ηλεκτροσυσσωρευτή | των | ηλεκτροσυσσωρευτών |
| αιτιατική | τον | ηλεκτροσυσσωρευτή | τους | ηλεκτροσυσσωρευτές |
| κλητική | ηλεκτροσυσσωρευτή | ηλεκτροσυσσωρευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλεκτροσυσσωρευτής < ηλεκτρο- + συσσωρευτής
Ουσιαστικό
ηλεκτροσυσσωρευτής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) οποιαδήποτε συσκευή που αποταμιεύει ηλεκτρική ενέργεια προκειμένου να την αποδώσει αργότερα, κοινώς μπαταρία
Συνώνυμα
- ηλεκτρικός συσσωρευτής
Μεταφράσεις
ηλεκτροσυσσωρευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.