battery
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| battery | batteries |
Ουσιαστικό
battery (en)
- η μπαταρία (μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας)
- η βιαιοπραγία
- η πυροβολαρχία
- η ομοβροντία
- (μεταφορικά) τα ντραμς στην μέταλ, βίαια κρουστά
- η συστοιχία πυροβόλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.