μπαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαλώνω < *ἐμπαλώνω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐λώ‐νω
Ρήμα
μπαλώνω, πρτ.: μπάλωνα, στ.μέλλ.: θα μπαλώσω, αόρ.: μπάλωσα, παθ.φωνή: μπαλώνομαι, μτχ.π.π.: μπαλωμένος
- επιδιορθώνω ένα ύφασμα ή ρούχο που έχει σκιστεί ή φθαρεί ράβοντας το σημείο εκείνο ή προσθέτοντας ένα επιπλέον κομμάτι υφάσματος (μπάλωμα)
- (μεταφορικά) επιδιορθώνω πρόχειρα μια βλάβη ή προβληματική κατάσταση
Εκφράσεις
- τα μπαλώνω: προσπαθώ να διορθώσω ένα λεκτικό λάθος, μια ακριτομυθία
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπαλώνω | μπάλωνα | θα μπαλώνω | να μπαλώνω | μπαλώνοντας | |
| β' ενικ. | μπαλώνεις | μπάλωνες | θα μπαλώνεις | να μπαλώνεις | μπάλωνε | |
| γ' ενικ. | μπαλώνει | μπάλωνε | θα μπαλώνει | να μπαλώνει | ||
| α' πληθ. | μπαλώνουμε | μπαλώναμε | θα μπαλώνουμε | να μπαλώνουμε | ||
| β' πληθ. | μπαλώνετε | μπαλώνατε | θα μπαλώνετε | να μπαλώνετε | μπαλώνετε | |
| γ' πληθ. | μπαλώνουν(ε) | μπάλωναν μπαλώναν(ε) |
θα μπαλώνουν(ε) | να μπαλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπάλωσα | θα μπαλώσω | να μπαλώσω | μπαλώσει | ||
| β' ενικ. | μπάλωσες | θα μπαλώσεις | να μπαλώσεις | μπάλωσε | ||
| γ' ενικ. | μπάλωσε | θα μπαλώσει | να μπαλώσει | |||
| α' πληθ. | μπαλώσαμε | θα μπαλώσουμε | να μπαλώσουμε | |||
| β' πληθ. | μπαλώσατε | θα μπαλώσετε | να μπαλώσετε | μπαλώστε | ||
| γ' πληθ. | μπάλωσαν μπαλώσαν(ε) |
θα μπαλώσουν(ε) | να μπαλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπαλώσει | είχα μπαλώσει | θα έχω μπαλώσει | να έχω μπαλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπαλώσει | είχες μπαλώσει | θα έχεις μπαλώσει | να έχεις μπαλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπαλώσει | είχε μπαλώσει | θα έχει μπαλώσει | να έχει μπαλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπαλώσει | είχαμε μπαλώσει | θα έχουμε μπαλώσει | να έχουμε μπαλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπαλώσει | είχατε μπαλώσει | θα έχετε μπαλώσει | να έχετε μπαλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπαλώσει | είχαν μπαλώσει | θα έχουν μπαλώσει | να έχουν μπαλώσει |
| |
Αναφορές
- μπαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.