μπαλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαλώνω < *ἐμπαλώνω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαλώνω

Ρήμα

μπαλώνω, πρτ.: μπάλωνα, στ.μέλλ.: θα μπαλώσω, αόρ.: μπάλωσα, παθ.φωνή: μπαλώνομαι, μτχ.π.π.: μπαλωμένος

  1. επιδιορθώνω ένα ύφασμα ή ρούχο που έχει σκιστεί ή φθαρεί ράβοντας το σημείο εκείνο ή προσθέτοντας ένα επιπλέον κομμάτι υφάσματος (μπάλωμα)
  2. (μεταφορικά) επιδιορθώνω πρόχειρα μια βλάβη ή προβληματική κατάσταση

Εκφράσεις

  • τα μπαλώνω: προσπαθώ να διορθώσω ένα λεκτικό λάθος, μια ακριτομυθία

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.