εμβαλωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμβαλωματικός | η | εμβαλωματική | το | εμβαλωματικό |
| γενική | του | εμβαλωματικού | της | εμβαλωματικής | του | εμβαλωματικού |
| αιτιατική | τον | εμβαλωματικό | την | εμβαλωματική | το | εμβαλωματικό |
| κλητική | εμβαλωματικέ | εμβαλωματική | εμβαλωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμβαλωματικοί | οι | εμβαλωματικές | τα | εμβαλωματικά |
| γενική | των | εμβαλωματικών | των | εμβαλωματικών | των | εμβαλωματικών |
| αιτιατική | τους | εμβαλωματικούς | τις | εμβαλωματικές | τα | εμβαλωματικά |
| κλητική | εμβαλωματικοί | εμβαλωματικές | εμβαλωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.va.lo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βα‐λω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
εμβαλωματικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
εμβαλωματικός
|
|
Αναφορές
- εμβαλωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.