μπάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπάλωμα | τα | μπαλώματα |
| γενική | του | μπαλώματος | των | μπαλωμάτων |
| αιτιατική | το | μπάλωμα | τα | μπαλώματα |
| κλητική | μπάλωμα | μπαλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Πουκάμισο με μπάλωμα στον αγκώνα.
Ετυμολογία
- μπάλωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάλωμα < ἐμπάλωμαν < ἐμπαλώ(νω) + -μα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈba.lo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐λω‐μα
Ουσιαστικό
μπάλωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος μπαλώνω
- το κομμάτι υφάσματος με το οποίο μπαλώνουν
- (μεταφορικά)
- η επιδιόρθωση τρύπας σε δρόμο, τοίχο, κλπ.
- πρόχειρη κάλυψη τρύπας
- (αργκό, πληροφορική) συνώνυμο του επίθεμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπαλώνω
Αναφορές
- μπάλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.