μαντάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική mendare < λατινική emendo < e + menda < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mend-
Ρήμα
μαντάρω
- επιδιορθώνω ένα φθαρμένο ή τρύπιο ύφασμα (ή ρούχο, κάλτσα κ.λπ.) με βελονιές που μιμούνται την ύφανση, ώστε να μην είναι ορατή η επιδιόρθωση
- Μαντάρω κάλτσες τοποθετώντας μέσα ένα ξύλινο αβγό. Πάνω του κάνω τις βελονιές μου μία μία έως ότου να καλυφθεί η τρύπα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.