μπαλάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαλάντα οι μπαλάντες
      γενική της μπαλάντας
    αιτιατική την μπαλάντα τις μπαλάντες
     κλητική μπαλάντα μπαλάντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαλάντα < (λόγιο δάνειο) παλαιά οξιτανική ballada < υστερολατινική ballare < ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bal- (κουνώ, χορεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈla.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαλάντα

Ουσιαστικό

μπαλάντα θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) αφηγηματικό ποίημα, με στροφές και επωδό
  2. (μουσική)
    1. (φωνητική μουσική) η μελοποίηση ενός ποιήματος που είναι μπαλάντα
    2. (οργανική μουσική) έργο με χαρακτήρα ποιητικό, περιγραφικό χωρίς να υπάρχει σχέση με συγκεκριμένο ποίημα
      ο Σοπέν έγραψε τέσσερις μπαλάντες για πιάνο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βαλλίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.