μπάλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάλος οι μπάλοι
      γενική του μπάλου των μπάλων
    αιτιατική τον μπάλο τους μπάλους
     κλητική μπάλε μπάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική ballo < ballare < λατινικά ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω)

Ουσιαστικό

μπάλος αρσενικό

  • μπάλλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.