τραμπάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραμπάλα | οι | τραμπάλες |
| γενική | της | τραμπάλας | των | (τραμπαλών) |
| αιτιατική | την | τραμπάλα | τις | τραμπάλες |
| κλητική | τραμπάλα | τραμπάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραμπάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική traballa < traballare < tra- + ballare < λατινική ballare < ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω) (ή (άμεσο δάνειο) βενετική trambalar)

τρεις τραμπάλες
Ουσιαστικό
τραμπάλα θηλυκό
- παιδικό παιχνίδι το οποίο αποτελείται από ένα οριζόντιο ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος που εκτελεί κυκλική κίνηση στο κατακόρυφο επίπεδο γύρω από το μέσον του, ενώ οι δύο παίκτες κάθονται στα άκρα του· όταν ο ένας ανεβαίνει τότε ο άλλος κατεβαίνει και αντιστρόφως
Συγγενικά
- τραμπαλίζομαι
- τραμπάλισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.