μπανιαρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπανιαρισμένος η μπανιαρισμένη το μπανιαρισμένο
      γενική του μπανιαρισμένου της μπανιαρισμένης του μπανιαρισμένου
    αιτιατική τον μπανιαρισμένο την μπανιαρισμένη το μπανιαρισμένο
     κλητική μπανιαρισμένε μπανιαρισμένη μπανιαρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπανιαρισμένοι οι μπανιαρισμένες τα μπανιαρισμένα
      γενική των μπανιαρισμένων των μπανιαρισμένων των μπανιαρισμένων
    αιτιατική τους μπανιαρισμένους τις μπανιαρισμένες τα μπανιαρισμένα
     κλητική μπανιαρισμένοι μπανιαρισμένες μπανιαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπανιαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπανιάρω και μπανιαρίζω

Μετοχή

μπανιαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.