μπανιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπανιέρα | οι | μπανιέρες |
| γενική | της | μπανιέρας | — | |
| αιτιατική | την | μπανιέρα | τις | μπανιέρες |
| κλητική | μπανιέρα | μπανιέρες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
