βαλανεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βαλανεῖον | τὰ | βαλανεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | βαλανείου | τῶν | βαλανείων |
| δοτική | τῷ | βαλανείῳ | τοῖς | βαλανείοις |
| αιτιατική | τὸ | βαλανεῖον | τὰ | βαλανεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | βαλανεῖον | βαλανεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαλανείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαλανείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαλανεῖον < βαλανεύς (Ίσως < βάλανος, ίσως να είναι προελληνικό)
Ουσιαστικό
βαλανεῖον ουδέτερο (βᾰλᾰνεῖον)
- μπάνιο, λουτρό (και ο χώρος και η διαδικασία)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1279 (1279-1280)
- ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
- Απ᾽ τους πολλούς αγώνες τα νεφρά μου | πρήστηκαν· πρέπει στο λουτρό να πάω.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1279 (1279-1280)
Συγγενικά
Πηγές
- βαλανεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαλανεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.