βαλανεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βαλανεῖον τὰ βαλανεῖ
      γενική τοῦ βαλανείου τῶν βαλανείων
      δοτική τῷ βαλανεί τοῖς βαλανείοις
    αιτιατική τὸ βαλανεῖον τὰ βαλανεῖ
     κλητική ! βαλανεῖον βαλανεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαλανείω
γεν-δοτ τοῖν  βαλανείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλανεῖον < βαλανεύς (Ίσως < βάλανος, ίσως να είναι προελληνικό)

Ουσιαστικό

βαλανεῖον ουδέτερο (βᾰλᾰνεῖον)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.