μπάζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάζο τα μπάζα
      γενική του μπάζου των μπάζων
    αιτιατική το μπάζο τα μπάζα
     κλητική μπάζο μπάζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάζο < παλαιο—ιταλική basa[1] [2] < λατινική basis[1] [2] < αρχαία ελληνική βάσις[1] [2] (αντιδάνειο)[2]

Ουσιαστικό

μπάζο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) τμήμα άχρηστων υλικών κυρίως από κατεδάφιση
  2. (μεταφορικά) ανόητος
  3. (μεταφορικά) άσχημος

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

  1. μπάζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μπάζα² - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.