μπάζο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπάζο | τα | μπάζα |
| γενική | του | μπάζου | των | μπάζων |
| αιτιατική | το | μπάζο | τα | μπάζα |
| κλητική | μπάζο | μπάζα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπάζο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) τμήμα άχρηστων υλικών κυρίως από κατεδάφιση
- (μεταφορικά) ανόητος
- (μεταφορικά) άσχημος
Συγγενικά
Εκφράσεις
- για τα μπάζα:
- κακάσχημος ή άχρηστος άνθρωπος
- άνθρωπος για δευτερεύουσες εργασίες
Μεταφράσεις
- μπάζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπάζα² - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.