μπάζα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈba.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐ζα
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάζα | οι | μπάζες |
| γενική | της | μπάζας | — | |
| αιτιατική | την | μπάζα | τις | μπάζες |
| κλητική | μπάζα | μπάζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- μπάζα < (άμεσο δάνειο) βενετική baza [1]
Ουσιαστικό
μπάζα θηλυκό
Εκφράσεις
- δεν πιάνω μπάζα μπροστά του: δεν είμαι ικανός να συγκριθώ μαζί του διότι είναι πολύ καλύτερός μου
Ετυμολογία 2
- μπάζα: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- μπάζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.