basis

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
basis bases

Ουσιαστικό

basis (en)

  1. η βάση (ενός συλλογισμού ή μιας υπόθεσης)
  2. η βάση (η υποκείμενη κατάσταση)
  3. το θεμέλιο, το υπόβαθρο, οτιδήποτε αποτελεί στήριγμα, συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη πράγματος
    the basis of his career - τα θεμέλια της καριέρας του
    The basis of a religion is faith.
    Το υπόβαθρο μιας θρησκείας είναι η πίστη.
     συνώνυμα: foundation
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.