μονολιθικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονολιθικότητα | οι | μονολιθικότητες |
| γενική | της | μονολιθικότητας | των | μονολιθικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μονολιθικότητα | τις | μονολιθικότητες |
| κλητική | μονολιθικότητα | μονολιθικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα
Ουσιαστικό
μονολιθικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος μονολιθικός
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.