μουνόλιθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ μουνόλιθος | τὸ μουνόλιθον | οἱ, αἱ μουνόλιθοι | τὰ μουνόλιθα |
| Γενική | τοῦ, τῆς μουνολίθου | τοῦ μουνολίθου | τῶν μουνολίθων | τῶν μουνολίθων |
| Δοτική | τῷ, τῇ μουνολίθῳ | τῷ μουνολίθῳ | τοῖς, ταῖς μουνολίθοις | τοῖς μουνολίθοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν μουνόλιθον | τὸ μουνόλιθον | τοὺς, τὰς μουνολίθους | τὰ μουνόλιθα |
| Κλητική | μουνόλιθε | μουνόλιθον | μουνόλιθοι | μουνόλιθα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μουνολίθω | |||
| Γενική-Δοτική | μουνολίθοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.