μονόζυγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονόζυγο τα μονόζυγα
      γενική του μονόζυγου των μονόζυγων
    αιτιατική το μονόζυγο τα μονόζυγα
     κλητική μονόζυγο μονόζυγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονόζυγο < μονό- + ζυγ(ός) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.zi.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόζυγο

Ουσιαστικό

μονόζυγο ουδέτερο

  1. όργανο γυμναστικής με δύο κάθετες στο έδαφος ή το δάπεδο ράβδους, που στηρίζουν μία οριζόντια, απ’ την οποία πιάνεται με τα χέρια ο αθλητής ή αθλούμενος και κάνει έλξεις ή άλλες ασκήσεις
  2. (αθλητισμός) το σχετικό άθλημα

Συγγενικά

και

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.