δίζυγο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίζυγο | τα | δίζυγα |
| γενική | του | δίζυγου | των | δίζυγων |
| αιτιατική | το | δίζυγο | τα | δίζυγα |
| κλητική | δίζυγο | δίζυγα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δίζυγο ουδέτερο
- όργανο γυμναστικής με δύο παράλληλες μεταξύ τους και οριζόντιες προς το έδαφος δοκούς που στηρίζονται σε άλλες (κάθετες στο έδαφος)
- (αθλητισμός) το σχετικό άθλημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
