δίζυγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίζυγο τα δίζυγα
      γενική του δίζυγου των δίζυγων
    αιτιατική το δίζυγο τα δίζυγα
     κλητική δίζυγο δίζυγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίζυγο < δι- + ζυγός + -ο

Ουσιαστικό

δίζυγο ουδέτερο

  1. όργανο γυμναστικής με δύο παράλληλες μεταξύ τους και οριζόντιες προς το έδαφος δοκούς που στηρίζονται σε άλλες (κάθετες στο έδαφος)
  2. (αθλητισμός) το σχετικό άθλημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.